Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

"καίτοι αποθανούσα έτι λαλεί"


Το σήμερα χώρα αδύναμη
κι έψαχνα ένα κύτταρο αντοχής
μια βιταμίνη ασύνθετη
να εκτονώσω το Εγώ
και πάλι με φόβο μη μ` αρπάξει ετούτο
το τρίκλωνο μαστίγιο απ` τα μούτρα
επήγα στης κοινής γιαγιάς μας
πού αλλού


κείνην την άγια αγκαλιά με στίχους και φιλιά
με τα σωσμένα μολύβια
και τα σπασμένα στα πόδια της δόξης αγάλματα
για μιαν αφή αιώνων δάχτυλα να ακουμπήσω
τον δείχτη τον μεγάλο και τον αντίχειρα
που ορίζουν τι άνοιγμα θα πάρουν οι λέξεις
στην ανάγνωση των ανθρώπων
ποια θα σηκώνει βουητό
ποια θα κρατάει γελαστικό καθρέφτη
ποια χάνει το δρόμο των υπέρων
κι ένα σωρό άλλες μέλισσες
που τους κηφήνες της γραφής ανέκαθεν
επέταγαν στο θάνατο

τα άλλα στέρφα από καιρό
όχι ότι στερούνταν μέγεθος και φύση
μα ποτέ τους δεν ανησύχησαν να πουν γιατί
μπερδεύουν τον αλγόριθμο των σκέψεων

Μόνο το δακτυλάκι με το λύγισμα
η λιανούλα η γέφυρα του στεναγμού
σαν που όταν σηκώνουμε ένα ποτήρι ζωής
σε στιγμές δημόσιας δίψας κι εξέχει η έσω ευγένεια
κατ` ουσίαν δείγμα ευαρέσκειας που τόσους έρωτες μετάγγισε
απ` το σώμα στην αιωνιότητα αυτό
ακόμα υψώνει μιαν αριστοκράτισσα αντίδραση
κι ιδίως τα χαράματα
που πρώτος ξυπνάει στην πλάτη ο πόνος

ξέχασα τον παράμεσο στ` αριστερό
μια τρίχα βέρα
στην τόση συνάφεια με τα βάσανα
είχε χαθεί το όνομα της εγχάρακτης αγάπης
μα διατηρούσε ακόμα χρυσό τον κύκλο της
Κάθε τόσο έσκυβε η γιαγιά μας
προσήλωνε εκεί το βλέμμα
πίσω μπρος -δεν ίσχυαν πια τα μέτρα του σαράφη-
έπλεε

Δεν άντεξα κι άνοιξα το παράθυρο
Δε μου `μαθαν την άνθια φθορά
αδάκρυτοι την ζούμε δίχως λύπη
εγώ ακόμα ων απαίδευτος
μόνο με μάτια έκλαιγα τη γηραιά ευτυχία
την ώρα που ο κόσμος γίνεται δωμάτιο
το δωμάτιο γίνεται γωνιά
να κουρνιάζει το πουλί το άλλο αίσθημα

Έσκυψα όλη τη ζωή μου να μ` αγγίξουν
τα ίχνη των πανσέληνων
οι φλούδες τα φεγγάρια της

Μιαν ανάγκη μόνο μίλησε
- Άφησέ μου το παράθυρο ανοιχτό
σαν φεύγεις...

Και δι' αυτού καίτοι αποθανούσα έτι λαλεί...

Στης μοναξιάς πηδώ την άμμο
με πέλματα κόκκινα μάτια
εμείς η έρημος
και τα ποτάμια της πρώην βάπτισής μας
θα χρειαστούμε τον αθώο ελέφαντα
που ξέρει να μυρίζει τα υπόγεια νερά
να `βρει το νάμα