Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015

μονόλογος διάλογος



« σκάω αυτόχθονη φωτοβολίδα
να δεις
τίποτα απ` το μαύρο για μια στιγμή δε θα ισχύσει »

Του έρωτος ο υιός
και ο πατέρας
που έπλεκε τα στεγανά κλαδιά
να φράζει από ποταμούς την εσοδεία της άνοιξης

μα τα νερά πεπειραμένα υπέρβαση
όχθες πλημμύρα

μόνος
στερέωσα εξώθυρα σε υψηλό βοριά
ανέμισα τις χαραμάδες και διαπερνάς χλομός
για το ικανό των ημερών εχθρών που ηττήθηκα
ο λίγος
με λυπήθηκε ο θεός
είπε εσύ μοσχοβολάς καρφί και κυπαρίσσι ρίζα
να εκτρέφεις τον κατακόρυφο άνθρωπο
και μονόξυλο
μολύβι των νυχτών να σε μετακομίζει
κληρονομιά από την πρώτη εξ απαλών φορά

σκέψεις ερίζουν τα παλαιά δωμάτια
μα εσύ μονάχα από έναν υπαίθριο σταυρό δε λείπεις

πάντεψα τη μορφή σου
τον ερχομό
το όιιι σταμάτα φτάσαμε στην αυλή των γέλιων
ξεφορτώστε τα
κι έλειπες

αν μπορούσες θα σου φώναζα να τρέξεις
κι ας με διέσχιζες
και τρέχω εγώ τους γύρους τώρα του εαυτού
και πουθενά η Δευτέρα παρουσία

μίλησα λύγισμα κορφή
και ανάμεσό μας τόπος ιερός εσύ απροσπέλαστος
να με νικάς με ένα θάνατο
δε σκάλωσες ούτε ένα πρόσωπό σου σε προσόψιο
και του ξενυχτισμένου φεγγαριού δεν αποφάσισα ακόμα
ποιο δάχτυλο από τα εκλιπόντα θα με δείχνει

φύλλο
ενδύθηκα την πίκρα χλωροφύλλη
κι έγινε δάφνη που με μασάει
να μαντεύω δώρα απ` τη δική σου τη μεριά
σπασμένος δυο φορές
τη δεύτερη την ξέρω κι ας μην τη λέω επιστροφή
είναι εκεί που έφεγγα 
στα σαράντα χτυπήματα του σκοταδιού

έλα, μη μου φωνάζεις μες στα μάτια
πότε σου δάνεισα τη φωνή μου;
εσύ ποτέ δεν ήξερες να κλαις για μένα
όταν δεκάξι έφευγα
γύρνα
όχι
κι ύστερα αίσω ολόσωμος ξανά ημερωμένος
άλλα θεριά δεν είχα πια κόντρα στην αγάπη

νυν εσαεί
διαμπερής νεκρώσιμης πομπής
με το υπόλοιπο κερί ανά χείρας
κόσκινος από υπερώο έως πέλμα
και ο μονόλογος διάλογος
και η μελισσοφάγος ανεμώνη σε ό,τι λιβάδι φύτρωσα

επάρατος διαδικασία
να σε καλώ για ένα χάδι θεραπείας
το λέω κενό
κι ας ακουστεί κοινό για κείνονε που σκέτα ακούει
για τον ωραίο τυφλό που σέρνω ακόμη στις πλαγιές μου
έστω για μια σου θέα

πρόσελθε
με το χαλινό του αλόγου
που ιππεύαμε χαρές και τα χέρια άλυσος
και το ένα μάγουλό μου λοξά στην πλάτη σου του ιδρώτα
πρόσφερνε
καλοκρασί από την κάνουλα του φθινοπώρου
τέτοια εποχή κατέβαιναν τα αμπέλια μας
ως τα ρηχά του γόνατου κι ως το φίλτρο τη σπαραγγιάς
γυμνοπατώντας σε τα αγκάθια θα αντρωθείς έλεγες
μην κλαις
και στις φωτιές μην απελπίζεσαι
λέβητα της καρδιάς μου

χείλι ανισόρροπο
ξέφτι σχοινί στην πιο επίσημη ακροβασία
μετρώ τα σταθμά που με κατάφεραν σπάσιμο βάρος

οΐ οΐ το πυρετί πανί και το ξίδι
κι η γούβα του μαξιλαριού υπέρχειλη της νύχτας
προς την άλλη πλευρά των αθανάτων έτρεμα πυξίδα
κι ό,τι μου δίναν έβλεπα οι πεθαμένοι
λιβανόρουχα και καταχείμωνο αγκαλιά
σε ένα μέτριο βαθύ και σ` ένα κέντρο στάχτη

διάφανος κατατίθεμαι της λύπης
ξεσκέπαστος θάλασσα να εννοώ
στα δεκάξι μαθαίνεις δρόμο τρελαίνοντας
αλλιώς δε νοείσαι
απόσταξης Σαββατόβραδο
και μεθυσμένο γυαλί
αντιστρεπτά προς εαυτόν
η οχιά ο μαίανδρος το ξεροπόταμο
κι ο φράχτης που βαστούσε τα θολά
έξω από τη ζωή μας πατέρα
άφαντος

σε ποια διεύθυνση ουρανού να στείλω
των βροχών τις μουσικές και των μικρών ωρών τον ξένο
Δύση δύση όπου κι αν δεις