Τις μέρες τις ζεστές στους ταρσανάδες
μιαν πλώρη πελεκώ το εννιάκυκλο ξύλο
των ταξιδιών δεν ξέρω πια τη γλώσσα
κι αυτό την πλάνη αγαπά όπως κι εσύ
που μέσα απ΄το όποτε αναδύεσαι
στάζουσα βαθυκύανα νερά
στον αστράγαλό σου δεμένο ένα φύκι
δυο τρεις συν μια
φθάρτρα γεννήτρα του λυγμού
με του πλαγκτού βεγγαλικά
να σκανε ακρογιαλιές μέσα στα μάτια σου
αχ νεαρό νερό μου μια φορά
μην κοιμηθείς στις σκοτεινές συστάδες των γητειών
ώσπου να μάθω στο ξύλο της στεριάς
πώς να υψώνει ιστίο
κι έριξα δάκρυ στο γιαλό
κι έκρυψα και τ΄ αηδόνι
που κλαίει τον ήχο της αγάπης μας
μες στα φυλλώματα της νύχτας
μα εγωπαθείς Πλειάδες φυλάνε την πυξίδα
και στον κατάλογο των ημερών δε μένει
παρά να γράψεις το τελευταίο μας
πνιγμένο καλοκαίρι
αύριο
κανείς δε θα παραξενευτεί
που θα σε δει να ξαναπαίζεις ξέγνοιαστη
με το έρμαιο των άδειων κοχυλιών
εσύ μια Θάλασσα
S.X