Η Φυσαρμόνικα
Παραμονή Χριστουγέννων ήταν.
Απ` τα χαράματα, όπως συνηθίζει, ο καιρός, το `χε στρώσει το χιόνι. για τα καλά στη μικρή πολιτεία.
Παρέες παρέες ήδη είχαμε χυθεί στα σοκάκια και στα μαγαζιά που καλαντίζαμε. Ύπνο δεν είχαμε δει απ` τη βιασύνη πότε θα ξημερώσει να πάρουμε τους δρόμους και τις γειτονιές.
Χριστούγεννα…Πρωτούγεννα…
Όμορφες στιγμές που γράφουν στο νου των παιδιών μ` ανεξίτηλο, πολύχρωμο μελάνι. Φωνές από δω , από κει, άλλες παράφωνες κι άλλες θεσπέσιες, ν` ακούς και να αγαλλιάζεις. Να λες, οι αγγέλοι σήμερα κατέβηκαν στη γη και μοιράζουν χαρά μες στις ψυχές.
Ευχές της ανοιχτής καρδιάς, κυράδες με καλοσυνάτα χέρια και ποδιές αγάπης γεμάτες καλούδια στα κεφαλόσκαλα και μεις σκουφιά ως τ` αυτιά και δάκτυλα παγωμένα να σκουπίζουν τις κατακόκκινες μύτες.
Μερικοί φορούσαν γάντια, αλλά δε βόλευαν έτσι χοντροκομμένα που ήταν, να μετράς τα μισόφραγκα και τις μικρές δραχμές. Κι ύστερα δεν μπορούσες εύκολα να βρεις το άνοιγμα της τσέπης να τα φυλάξεις , να τ` ασφαλίσεις και καμιά φορά πέφταν στο παχύ χιόνι κι άντε να σκάβεις να τα βρεις. Άσε που στα πιο πολλά σπίτια ,φτωχοί άνθρωποι ήταν, δίνανε αντί για λεφτά δυο σύκα ή κανένα μανταρίνι. Χειμωνιάτικες λιχουδιές κι όλοι είχαν για τις γιορτάδες. Όσο για τα καρύδια και τ` αμύγδαλα δεν έλειπαν.
Μα δεν τα χωνεύαμε τα μανταρίνια, τα σύκα και τα καρύδια. Αν πεις για τ` αμύγδαλα; Κανείς δεν τα `θελε. Απ` αυτά είχαμε στο σπίτι μπόλικα. Τι να τα κάμναμε; Χορτάτα ήταν τα στόματα, μέχρι πάνω. Μερικοί μάλιστα, νευριασμένοι, μόλις απομακρύνονταν λιγάκι, να μη τους βλέπουν οι νοικοκυραίοι, τα πέταγαν όσο πιο μακριά μπορούσαν ή έβαζαν στο σημάδι τα νηστικά σπουργίτια, που ψάχναν τσιμπολογώντας στις αυλές, και χαχάνιζαν.
Γι` αυτό προτιμούσαμε πρώτα τις συγγενικές πόρτες, όπου έπεφτε και κάνα ταλιράκι , να `χουμε να παινευόμαστε στους άλλους και να κάνουμε και φωναχτά όνειρα τι θα ψωνίζαμε απ` την αγορά με τέτοιον πλούτο.
Μ` αγωνία περιμέναμε ν` ακούσουμε μετά και τον απόκοσμο μα τόσο γνώριμο εκείνον ήχο της καμπάνας, που μας καλούσε στην ώρα της μες στη νύχτα για τη λειτουργία, να ρουφήξουμε εκείνη την άγια ψύχρα της εκκλησιάς που σε τύλιγε μόλις έμπαινες αγουροξυπνημένος, γεμάτη αρώματα λιβάνι και φως πορτοκαλένιο των κεριών και τους αγίους να σε κοιτάν με κείνα τα μεγάλα, ήμερα μάτια που σημάδευαν κατευθείαν στη γλύκα και την καλοσύνη που ο καθένας κρύβει μέσα του. Βλέμματα που `χουνε χάσει πια οι άνθρωποι κι όλο ψάχνουν να τα βρουν. Κι ακόμα το εξαίσιο κουδούνισμα του θυμιατού και τη φάλτσα ψαλμωδία του παπά, που κι αυτή, συγχωρεμένη ήταν, έδινε άλλον τόνο, βαθιά θρησκευτικό, έφερνε πιο κοντά το Θεό.
Ο Θεοδόσης ήταν καλός φίλος, καρδιακός, μα ήταν στο κρεβάτι. Δεν ήταν σε θέση να `ρθει μαζί μου κι η στεναχώρια και των δυο ήταν μεγάλη.
Έτσι έπρεπε να βρω άλλη παρέα για τη γύρα. Και δεν άργησα. Τι να `κανα; Τέτοιες ευκαιρίες για εύκολο παρά δε χάνονται.
Κάθε χρόνο, από μέρες πριν, πάντα μαζί, μελετούσαμε και προγραμματίζαμε και καταστρώναμε σχέδια, σε ποια σπίτια θα πάμε και τι ώρα θα ξεκινούσαμε και τι θ` αγοράζαμε μετά. Υπολογίζαμε και το ποσό που θα μαζεύαμε περίπου, ξέροντας από πέρσι. Μόνο πρόβες ξεχνάγαμε να κάμουμε στο τραγούδι, αλλά αυτό δεν μας πείραζε, γιατί ήμασταν γνωστοί για την καλλιφωνία μας.
Μαζί μεγαλώσαμε, μαζί και στο σχολειό, στο ίδιο θρανίο.
Τώρα ήταν η πρώτη φορά που μια τέτοια μέρα θα `μασταν χώρια. Εγώ από πόρτα σε πόρτα κι αυτός καθηλωμένος εκεί να ψήνεται.
Σα να `ναι τώρα θυμάμαι κι η μια μνήμη φέρνει την άλλη στη σειρά.
Πάντα ονειρευότανε μια ωραία φυσαρμόνικα. Να `ναι διπλή κι απ` τις δυο πλευρές να `χει τις φωνές. Να `χει και ζωγραφιές πάνω με σκαλίσματα. Μεράκι μεγάλο το `χε.
Ώσπου την είδαμε ένα Σαββατόβραδο ζωντανή, όπως την περίμενε, ν` αστράφτει μέσα στην ανοιγμένη θήκη της από κόκκινο βελούδο και πρώτη πρώτη θέση στη βιτρίνα του ψιλικατζίδικου.
Τρελάθηκε απ` τη λαχτάρα ο Θεοδόσης. Άστραψαν τα ματάκια του.
- Αυτήν θέλω, φώναξε, και κόλλησε τα μούτρα του στο γυαλί, να `ναι πιο κοντά. Λες να την έχουν πάρει, σαν έχω όλα τα λεφτά και να μη τη βρω; Δες , δες...δεν είναι όμορφη;
Τρεις βδομάδες τώρα τον παίδευε ένας πυρετός που δεν έλεγε να πέσει, να στρώσει στα χαμηλά, ν` ανασάνει το παιδί. Και μια τον είχε στα ψηλά μες στη φωτιά κι άλλοτε πάλι πάγωνε τα άκρα του λες κι είχε ξεκουμπιστεί πια. Μα ήταν εκεί και τον έτρωγε ύπουλα.
Η κυρά Ελευθερία , η μάνα του, είχε ρέψει απ` το μαράζι και το ξενύχτι κι ο γιατρός που πηγαινοερχόταν τακτικά με την παλιά δερμάτινη τσάντα που μύριζε οινόπνευμα και φάρμακα, όλο σκυφτός κι αμίλητος έφευγε.
Όταν τα φώτα έσβηναν στη γειτονιά ένα ένα κι οι άνθρωποι γλυκοκοιμούνταν να ξεκουράσουν τις έγνοιες τους, το δικό τους το φως έκαιγε όλη νύχτα κι οι μεγάλοι καμιά φορά που συζητούσαν για το θέμα , κατέβαζαν τη φωνή τους να μην ακούμε εμείς τα παιδιά. Κι άμα τέλειωναν κουνούσαν το κεφάλι θλιμμένα κι αναστέναζαν.
Μα εμάς τότε δε μας έκοβε και πολύ. Σιγά μην έγραφε η σκληράδα της ζωής τόσο βαθιά όσο φοβούνταν. Πόσα να καταλάβει ένα μικρό παιδί από τον πόνο, απ` αρρώστια αγιάτρευτη;
Είχε σουρουπώσει, όταν γυρίσαμε απ` το γυρολόι, όλοι βραχνιασμένοι και κατάκοποι στα σπίτια μας. Ξύλα τα πόδια απ` την παγωνιά, τα σαγόνια πηγαινοέρχονταν ρυθμικά μια πάνω μια κάτω μα δε μας ένοιαζε. Τρέχαν οι μάνες, μας κουκούλωναν δίπλα στη σόμπα με το κορμάκι μας φύλλο να τρέμει, έτοιμο να πέσει. Το βαστούσε ακόμα η θέρμη και προπαντός η χαρά, η τρανή χαρά της ικανοποίησης. Ο κουμπαράς γεμάτος. Αυτό είχε σημασία .
Κι ο Θεοδόσης;
- Μάνα , να πάω στο Θεοδόση να του πω τα καλά νέα;
Δεν μου `πε τίποτα. Ξέχασα κι εγώ τις κρυάδες μου, πετάχτηκα απάνω, έχωσα στο σακάκι τα κέρματα που τόση ώρα μετρούσα , το ντύθηκα και ζαρκάδι ήμουν σε δευτερόλεπτα στη αυλή.
Όμορφο βράδυ, με μια φεγγοβολή τ` ουρανού που μόνο όταν ψιλοχιονίζει και ξημερώνουν Χριστούγεννα τη βλέπεις.
Το σπίτι ήταν κοντά, λίγο πιο κει. Πενήντα μέτρα θα `ταν δε θα `ταν και απ` το παραθύρι του, που αγνάντευε στο δρόμο, με κείνα τα δυο διάφανα κάτασπρα κουρτινάκια που `χαν κεντημένα αντικριστά δυο όμοια ελαφάκια, αν ανασηκωνόσουν στις μύτες των ποδιών πιασμένος στο περβάζι, έβλεπες μέσα.
Εκεί στο τετράγωνο τζάμι τ` απογέματα τεντωνόμουν και χτυπούσα ν` ακούσει ο φίλος μου, να βγει να παίξουμε.
Πόσες φορές δεν το `χαμε σπάσει με το τσιλίκι εκείνο το γυαλί! Όλο καινούργιο ήταν. Κι η καημένη κυρα-Ελευθερία ας μας μάλωσε μια φορά . Πάντα δεν πειράζει έλεγε. Την άλλη φορά να προσέχετε κι αν είχε τηγανίτες, μας έπαιρνε μέσα και μας τις μοίραζε από ίσα. Πείνα κι άγιος ο θεός!
Έστριψα απ` το στενό που `ταν η είσοδος. Έτσι μας συμβούλευαν, έτσι κάναμε σαν βράδιαζε. Να μη χτυπάμε τα τζάμια. Τρόμαζε ο κόσμος.
Δε χρειάστηκε να βαρέσω. Λες και με περίμεναν πίσω απ` την πόρτα.
Τίναξα τα χιόνια από πάνω μου, απ` τα παπούτσια μου και πλησίασα στο κρεβάτι .
Απ` την άλλη φορά που` χα να τον δω τα μάτια του ήταν πιο βουλιαγμένα.
Έκαιγε ακόμα μια φωτίτσα στο βάθος τους. Λαχτάρησαν, ζωντάνεψαν άμα με κατάλαβε κι έκαμε ν` ανασηκωθεί. Δεν μπόρεσε.
- Θεοδόση, κοίτα, του λέω. Πιο πολλά από πέρσι. Παρ` τα όλα. Ν` αγοράσεις τη φυσαρμόνικα!!! Εκεί είναι. Πέρασα και είδα, αλλά ήταν κλειστά. Δεν την πήρε ακόμα κανένας.
Η φωνή μου έτρεμε.
Έβγαλα ό,τι χώρεσε η χούφτα μου και, καθώς τραβούσα με τη βιασύνη της σύγχυσης, πρόβαλε και το πανί της τσέπης μαζί, άδειο σακούλι.
Άπλωσε κι ο Θεοδόσης το λιγνό του χεράκι έξω απ` την κουβέρτα, έκαμε μια χουφτίτσα τόση δα και περίμενε χαμογελώντας και κοντανασαίνοντας
Και του τα άδειασα όλα.
Τ` άγγιγμά της ήταν ξέψυχο, σαν τα κρύα μέταλλα. Προσπάθησε να τα σφίξει ο καημένος όλα μαζί, μα η αδυναμία του τον πρόδωσε. Η παλάμη του χαλάρωσε και τα νομίσματα κύλησαν χάμω το καθένα τη δική του πορεία, στρογγυλά βλέπεις.
- Άστα, άστα …θα τα βρω εγώ, του `πα.
Έπεσα τα γόνατα, τα μάζεψα ένα ένα και τ` απόθεσα μέσα σε μια λακκουβίτσα της κουβέρτας πάνω στο στήθος του.
Τόσην ώρα η μάνα του, όρθια πίσω μας, μας κοίταγε σαν μια ήσυχη βροχερή μέρα και κάπου κάπου σήκωνε τη γωνιά της ποδιά της και σκούπιζε τα μάτια της. Αυτή ήξερε πολλά, αυτή ήξερε καλά από μαχαίρια.
Αυτά τα μάτια της… Ποτέ δε θα τα ξεχνούσα …
Έχωσα ύστερα την άδεια μου τσέπη στη θέση της, έσκυψα, χάιδεψα τα δάκτυλά του φίλου μου, σαν ν` αντέγραφα την αφή, την ξαπλωτή εικόνα του στο μυαλό μου, καληνύχτισα κι έφυγα.
Έξω το χιόνι είχε πυκνώσει.
Δεν πρόλαβα να πατήσω το δρόμο και κάτι μαύρα πουλιά κρώζοντας πέρασαν ξυστά πάνω απ` το κεφάλι μου με τρελή πορεία προς το άγνωστο.
Το `βαλα στα πόδια. Δεν μπήκα σπίτι. Κρύφτηκα στην αποθήκη μας για καμιά ώρα και παραπάνω. Ήμουν κλαμένος και μαζί πολύ θυμωμένος, δεν το άντεχα και δεν ήθελα με τίποτα να με δει κι η μάνα μου έτσι. Δε θα με μάλωνε, αλλά εγώ δεν μπορούσα, δεν ήθελα.
Ο ύπνος αργούσε να `ρθει.
Ξημερώματα άκουσα τη φωνή της καμπάνας, μα ο ήχος της δεν ήταν πια ο ίδιος όπως άλλοτε γλυκός. Ούτε που σάλεψα. Περίμενα με τα μάτια στο ταβάνι κι η μάνα δεν ερχόταν να με σκουντήσει να ξυπνήσω όπως έκανε.
Από κει άκουσα τη γειτόνισσα .
Ο Θεοδόσης , λέει , της κυρα-Ελευθερίας μάς είχε αφήσει.
Γύρισα μπρούμυτα και βούλιαξα στο μαξιλάρι να πνιγώ.
Κι η φυσαρμόνικα με τις ζωγραφιές και τις διπλές φωνές, αστραφτερή μέσα στα βελούδα και τα φώτα της βιτρίνας, περίμενε ακόμα το Θεοδόση.
Κανείς δεν της πρόφτασε τα χριστουγεννιάτικα νέα.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Bietigheim 2005
Σωκράτης Ξένος