Το ξέρω που είσαι μακριά γι` αυτό είσαι εδώ και φταίω εγώ που δε σ` αφήνω να κοιμηθείς αλλιώς πώς προ ολίγου μου περιέγραφες με ακρίβεια γυμνού οφθαλμού το μαύρο μου τραπέζι και πώς διπλώνουνε τα πόδια σε σταυροπόδι μάλλον ανεπιτυχές που εξασφαλίζει λέει το κύκλωμα της αυτοπροστασίας θα σου γνωρίσω μιαν επιβεβαιωμένη ερώτηση κι έχω κι άλλες πολλές μη μην κοιμάσαι τα δίψηφα τα τρίψηφα τα δα τα κρυ αδειάζουν υπερφόρτιση ναι ή ου; μα για ποιαν ισορροπία; η πολυθρόνα που κάθομαι είναι φτηνή μα βολική τα αριστερά τα δεξιά όταν σε απελπισία με γέρνουν με κρατάει σταθερά στα μπράτσα της μειώνοντας την πιθανότητα ξανατραυματισμού του τραύματος
για την πλάτη ας μη μιλάμε ξέρει αυτή καλά από παλιά η κολλητή του τοίχου για το μπρούμυτα για το μπρούμυτα πες μου πρoοέβλεψε καμιά εργονομία τις συνέπειες;
«Γλιστράει μέσα μας καμιά φορά
λόγος ο άφατος
ανήσυχο νερό σύννεφο δίχως
και πνίγεσαι στο αμίλητο»
Και συ ξετύλιγες
το χάρτη του εφικτού στα γόνατά σου
σκύβοντας στις διπλωμένες χαρακιές
κοίτες ρωτώντας
περνούσες μέσα απ` τη γηραιά υπομονή
κι όλο χαμογελούσες
στης αράχνης την έκπληξη
Πόσες βροχές περάσαν από τότε
πόσες στροφές
Δέντρο κινάς
σηκώνοντας στα πλάγια σου τις ρίζες
ταξίδι αλλόκοτο σε χέρια απόντα
Κι ύστερα ξέρεις
πιο ενωρίς κι από το αύριο
με το ληγμένο εισιτήριο
θα φέρνουν του χειμώνα τα παράθυρα
εδώ βαριά απογεύματα
που ως την άκρη της σκιάς τους ξαπλώνουν
όλα του κόσμου τα νεκρά πουλιά
τόση σκοτεινήν οδύνη
να γράφει και να λέει
μες απ΄ τις φλέβες τις κραυγές