Χαμογελούσες
κι οι ώμοι σου αστράφτανε
περπατητό κατακαλόκαιρο ποτάμι
γιατί τι είναι κι η χαρά καλό μου
παρά η ουρά του ημερονύκτιου άστρου
που σ` ακουμπάει με ρυθμό αναβοσβήματος
που σ` ακουμπάει με ρυθμό αναβοσβήματος
ενοχλώντας σε θαυμάσια
κι έτσι λέω πια να σε μοιραίνομαι
εσύ να τα `χεις κάμει πλακάκια
εσύ να τα `χεις κάμει πλακάκια
με το εικοσιτετράωρο φως
και γω να καίγομαι στο μακριά
και γω να καίγομαι στο μακριά
μέσα στα δίκαιά μου
μεγάφωνος να αναχωρώ από τούτο το λιμάνι
μια με κουπιά μια με άγρια φτερά
στη σταύρωση ψηλά κι η έγνοια
με το κιάλι
κι αν βάρος αθεμέλιωτο ο ουρανός
να στηριχτεί γειώνεται στου δωματίου σου το σώμα
πήδα
πήδα ξυπόλητη απ` το παράθυρο σε μένα