Και θα γνώριζες
την αστραπή καταμεσήμερο
δίχως να εξέχεις αλεξικέραυνο
πόθεν ποθείς πόθε
η δράκαινα μετανάστευσε
στην άλλη μεριά του ταξιδιού
άδειο τo τρίφτερό της δηλητήριο
κι αντίπαλοι ψαράδες αγρυπνούν
την ιδιοκτησία των γλυκών ματιών
α, εσύ
που βιάστηκες μιαν επανάληψη ευτυχίας
μόλις που προλαβαίνεις την ουρά μιας έσχατης
μα κι αυτή δεν είν` εκεί
εκεί έκαψε την ανάρτησή της ο ήλιος
με άγουρο χρώμα συλλαβές
η νύχτα θα ωριμάσει αποξαρχής αστροφεγγιά
περίμενε
τίποτα
κι ευθύς στο χάσμα
όπου βόσκουν ατάραχα επιθυμίες στήθη
γαλακτώνονται και σε στάζουν περίσσευμα
Άργο
κουλουριασμένο στα χιόνια της αγάπης