Είναι μια μαύρη μια άσπρη μάνα
κι ανάμεσά τους μια αγκαλιά
μες στου καιρού τα χώματα
σκάβουν λαγούμι
την άνοιξη σέρνουν από τα πόδια
στα σύνορα διασποράς του πόνου
και τ` ουρανού η πόρτα η παλιά
κατάκλειστη να ακούει
Είναι μια κίτρινη μια κόκκινη μάνα
μακριά
δίχως του αύριου κομπόδεμα
διαστολές κόρες θεριά
μέσα στους κύκλους του φόβου
με χέρια τους ακίνητα
αναδεύουνε το νου μας
και γω σε αθέατο μπαλκόνι σεργιανώ
πατάρι υγρό και τρία δάχτυλα
άλλο μαχαίρι δεν έχω
να κόβω στο χαρτί απόπνοια θανάτου
τοίχε μου
κραύγασε
και πάψε επιτέλους να δακρύζεις
μας έπνιξε το ανερμήνευτο το διάφανο
κι όσο νυχτώνει
πες του να μη προσμένει του κεριού
δε θα τ` ανάψω
χόρτασα από σιγανές φωτιές υπομονή που θρέφουν
ώριμη πέτρα στ` αριστερό κρατώ
κι απ` τ` ανοιχτό παράθυρο
το ξέγνοιαστο του κόσμου στόχος
κι ανάμεσά τους μια αγκαλιά
μες στου καιρού τα χώματα
σκάβουν λαγούμι
την άνοιξη σέρνουν από τα πόδια
στα σύνορα διασποράς του πόνου
και τ` ουρανού η πόρτα η παλιά
κατάκλειστη να ακούει
Είναι μια κίτρινη μια κόκκινη μάνα
μακριά
δίχως του αύριου κομπόδεμα
διαστολές κόρες θεριά
μέσα στους κύκλους του φόβου
με χέρια τους ακίνητα
αναδεύουνε το νου μας
και γω σε αθέατο μπαλκόνι σεργιανώ
πατάρι υγρό και τρία δάχτυλα
άλλο μαχαίρι δεν έχω
να κόβω στο χαρτί απόπνοια θανάτου
τοίχε μου
κραύγασε
και πάψε επιτέλους να δακρύζεις
μας έπνιξε το ανερμήνευτο το διάφανο
κι όσο νυχτώνει
πες του να μη προσμένει του κεριού
δε θα τ` ανάψω
χόρτασα από σιγανές φωτιές υπομονή που θρέφουν
ώριμη πέτρα στ` αριστερό κρατώ
κι απ` τ` ανοιχτό παράθυρο
το ξέγνοιαστο του κόσμου στόχος