Του Aγίου Απολύτου
Κι εκεί που έλεγα θα λύσω τ’ άλογά μου
από έναν κόμπο ξεκινώντας απογεύματος
δε θυμούμαι καν το χρώμα του λεωφορείου
ήμουνα θέση ακίνητος
ή η ταχύτητα των
επερχομένων
πάντως του Aγίου Απολύτου τέρμα
βγήκα ψιλά από την τσέπη μου
να πληρώσω το ωραίο φως του ταξιδίου
κι ήταν που τρώνε φωσφορούχο μάτια
αεικίνητα γρυλίζοντάς με λεία
αποδόθηκα λοιπόν σε έξοδο λυτρωτική
έναντι βωμών διαθέσιμος
στο άπλετο της νύχτας
συλλέγομαι τώρα από σχήματα ναυλωμένων άστρων
κλίση κεφαλής αριστερά χέρια στο στήθος
στάζω κατάλευκος σε λίμνη ανθρώπων
όπου οι κύκνοι δένοντας λαιμούς λύνουν αγάπη