Γευμάτισαν στο σύρμα τα πουλιά
ωραίον ήλιο μαχαιριά και πέταξαν
στις άκρες του κόσμου
και στων θαυμάτων το βωμό εδώ
ξαπλώνουν τ’ ουρανού καμένα σεντόνια
κανείς δεν ακούει τα νερά απ΄ τις άνω πηγές
με λυγμούς με άξαφνους κύκνους στεναγμών
οι πνοές μηδενίζουν
κι αρχίζω ξανά να μετρώ απ` το τώρα
ως τη ζάλη
δεν κοιμάμαι
φώναξέ με
είναι ύπνος θανάτου δε βλέπεις
ο πόνος κουπάσο στης γης το κατάρτι
παίρνει σβάρνα της ζωής τα παράθυρα
μπαινοβγαίνει στις έρημες πόλεις
στων παιδιών τα κατάστιχα μάτια
δεν κοιμάμαι
άγγιξέ με
λούστρα βιολιά απ` του νου την εξέδρα σπάζουν
πετούν τα δοξάρια τους στα άστρα
τις χορδές κομποδένουν στους λαιμούς των θεών
στων κλεφτών τα λαθραία παλάτια
δεν κοιμάμαι
τύλιξέ με θηλιά
καλύτερα από σένα καμιά
δε σφίγγει όνειρο με πλήρη σχοινιά
πληγή κι επιστρέφει χαράματα
όταν τελειώνουν τα ράμματα
στα πρόχειρα χειρουργεία