Φεύγω ολόσωστα μπροστά
με το σκοτεινό μου άλογο
αφού δε γνέφει η σβηστή φωτιά
κάτι που τρέχει αντίθετα με τον καπνό
ας απομακρύνει τη στάχτη
στάχτη το αθίγγανο στόμα
άρχισε κιόλας να κλαίει ανάσκελα
κλοτσώντας οξυγόνο φυγής
κι ατμίζει η περιοχή κλειστά σύνορα
μη μου άπτου εκείνο το ποτέ
κι ο μαύρος κύκνος αργεί
της εμμονής το αδηφάγο περισκόπιο
απ` το βυθό να φέρει φωτεινά
πορτοκάλια πάνω στο τραπέζι
σκοτεινό σκοτεινό μου άλογο
με την ασταθή σου ράχη
επιστρέφεις με στο μακριά τού εγγύς
με του προσκυνητή τη χαίτη χαμηλά
ως η αδιέξοδη υποφορά μόνο γνωρίζει