και περιμέναμε
τ' απόβραδο
τότε που ξεθαρρεύουνε
τότε που ξεθαρρεύουνε
και φέγγουνε στις γειτονιές
του σκοταδιού τα τεθλασμένα μάτια
καυτόν το φώσφορο
του σκοταδιού τα τεθλασμένα μάτια
καυτόν το φώσφορο
κολλούσαμε στο μέτωπο του Ιούνη
και παίζαμε τις νύχτες αληθινές ζωές
γέλια χτυπούσανε στους τοίχους
τρέχαν οι πόθοι στα τυφλά
με τη βιασύνη τού αφελούς
και παίζαμε τις νύχτες αληθινές ζωές
γέλια χτυπούσανε στους τοίχους
τρέχαν οι πόθοι στα τυφλά
με τη βιασύνη τού αφελούς
και σκόνταφταν
από της φλέβας το όνειρο στου νου τα υπερώα
κανείς δεν άκουε παρεκτός
από της φλέβας το όνειρο στου νου τα υπερώα
κανείς δεν άκουε παρεκτός
κείνη η ώριμη ώρα
που ακόμα ταλαντεύεται στην άκρη του καιρού
με τα σχοινιά του τέλους
tώρα
που ακόμα ταλαντεύεται στην άκρη του καιρού
με τα σχοινιά του τέλους
tώρα
μες στων χεριών μας το κενό
μια χώρα απλώνει
μια χώρα απλώνει
το λιγοστό και το πολύ που μας διπλώνει
δρόμο στο φως
δρόμο στο φως
και μας γυρνά τα καλοκαίρια τα στιλπνά
μέσα στη σκόνη
μέσα στη σκόνη