“Ενάλιο παράθυρο”
με βρέχεις εικόνα
μισός σκοτεινός
κι ο άλλος υπόλοιπο
με του σύννεφου την πέτρα στο χέρι
δεν ξέρω πώς να βγω
με ποια λογική ανέμου
από τούτο το τετράγωνο
έμελλε να ζήσω
με μιαν απόσταση χεριών φεγγάρι μου
και αναπηδητά κάτω απ’ το δέντρο της σπουδής
να ’σουν τουλάχιστον σε προσιτό κλαδί
το βαρύ επιδόρπιο
με ουρανού υλικά να σκύβεις
διπλή πυρόσβεση και να συγκλίνεις
στη φωτιά
ματαίως
αγκίστρι
δίχτυ
ωμή παλάμη
και άλλους ό,τι βρω άρπαγες
απ’ το λαιμό να κατεβάζω το θεό
κι όλα μισά
κι όλο μισά να ανοίγω λόγια
με αθάνατα λυχνάρια τι δουλειά έχω
άναψα στα τσιγάρα μου ναρκωτικά σινιάλα
και ενάλιος στο παράθυρο
σ’ ευτυχισμένο χάλι βαφτίζομαι
Αύγουστος