Παρασκευή 3 Μαρτίου 2017





" Επιπλέεις; "
Από ψηλά μπάντα χτυπάει ο ήλιος
ξέμεινα ξέμεινα από κόσμο φωνάζει
κι ό,τι αγαπούσα μ` αγάπη το `καψα
δεν έχει αδέρφι ο ήλιος
γίνε του
να διανυκτερεύει τουλάχιστον
ένα απόκληρο φως
κι από ψωμί κι από νερό καλά
μα ένα χαμόγελο ανθρώπου
εγκόλπιο γενναιοδωρίας
κι εγώ κάποτε τώρα
γύριζα αλλού βλέμμα και σώμα
κι απ` των ανθρώπων τη μεριά κανείς
μαυριδερός στη μνήμη
κι ούτε φορά να με ρωτάει νυχτοπέλαγος
-Επιπλέεις;
-Με φωτιά βάρκα, του λέω
για τι θαρρείς...
με ορθοστασία και ποίηση
αστραφτές νύχτες πάρτες
αποταμίευα και φούσκωσαν τα βιβλιάρια
πόσα θες
πάρ΄τα σου λέω όλα για να μπορείς
ν` αδειάσεις το άδειο
χάρισμα είναι
για εύκολα να πλέεις με το σπαθί
και αιματηρά να μιλάς μα όχι παντού
στον τυχόντα που ό,τι βάζει ο νους του…
Αχ, μολύβι μου
μονόξυλο ναυάγιο
S.X

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017



«αχ εσύ
ο δέκτης ο πομπός
της γλυκιάς πέτρας
η κρεμασμένη του άστρου
η ματωμένη των ανθρώπων
τι να σου στείλω;
ένα δάκρυ
μια χούφτα ελελίσφακο
απ` του κατακαλόκαιρου τα μέρη
ή έναν επίδεσμο των πληγών;
μη μου πικραίνεσαι
τα δάκρυα τα δικά μας
πάντα είχαν γεύση  Ανθρώπου..."

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017




"Αξίζουμε μια λάβα στιγμή
να αποδοθούμε στο άγνωστο
εξατμισμένοι"

Έκπληκτος ...
αναγνώριζα όλους μου τους προγόνους
ήμουνα το ξαφνικά όλον
το πλήρες
ταχταριζόμουν στα γόνατά τους
ο ευτυχής γέλιο με ήλιο μεμαγμένο
μα τότε γιατί αυτό το παλαιό δάκρυ
πόσους αιώνες πνιγόταν η στάλα απελευθέρωσης
κόσμε κόσμε
σε αναποδογυρίζω στις σωστές διαστάσεις
να πέφτουν από τις τσέπες σου
τα χρυσά νομίσματα που μου χρωστάς
και τώρα
κατεξοχήν πλούσιος υπηρέτης σε τραπέζια γραφής
καλοπληρώνοντας το τελευταίο απελθέτω
δικαιολογώ την αιωνιότητα του δυόσμου
εις υγείαν του αληθούς
εις υγείαν του Ανθρώπου


 

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2016


Thanks to Ms. Aimea Saul  
for the licensing of photography "Man Leaves"



Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

απ΄τη ΑΓΑΠΗ σου

κι εγώ
ρακοσυλλέκτης χρόνια
σ΄ό,τι ξεβγάζει η θάλασσα του κόσμου
μα πιότερο η δική σου
κι αν βρω
ένα πνιγμένο "Α" ένα "Π"
το μαζεύω
απ΄τη ΑΓΑΠΗ σου θα ΄ναι

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

Παραχώρηση




Μου παραχώρησε το σπίτι της
να γράψω
δεν το ζήτησα
αλλ` ως στα μάτια της  έκαιγε ξένη φωτιά
το υποκατάστατο κέλυφος της παρουσίας της
ήταν μια λύση

η μυρωδιά του μ` έψαχνε πόρτα  πολλή
με τη μνήμη των κλειδιών ανά χείρας
όπως το τενεκεδένιο κουτί του καφέ
με γεύση πρωινού
και οι κουρτίνες κλειστές ακόμα
να φρουρούν το παλιό μας φως

κι όπως γλίστρησα
στο κάδρο της ανοξείδωτης  αγάπης
οι νύχτες ακόμα φυλακή
εκεί πεσμένα και τα σκουριασμένα δάκρυα

απηυδησμένα τα χαρτιά μου
παράβλεψαν τα χέρια μου
ετύλιξαν στα γρήγορα ρολό το παρελθόν
πριν νυχτώσει
με εγκατέλειπαν  έναν  έναν
στην ευθεία της μοναξιάς

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016




“Ενάλιο παράθυρο”

με βρέχεις εικόνα 
μισός σκοτεινός
κι ο άλλος υπόλοιπο
με του σύννεφου την πέτρα στο χέρι
δεν ξέρω πώς να βγω
με ποια λογική ανέμου
από τούτο το τετράγωνο

έμελλε να ζήσω
με μιαν απόσταση χεριών φεγγάρι μου
και αναπηδητά κάτω απ’ το δέντρο της σπουδής
να ’σουν τουλάχιστον σε προσιτό κλαδί
το βαρύ επιδόρπιο
με ουρανού υλικά να σκύβεις
διπλή πυρόσβεση και να συγκλίνεις
στη φωτιά

ματαίως
αγκίστρι
δίχτυ
ωμή παλάμη
και άλλους ό,τι βρω άρπαγες
απ’ το λαιμό να κατεβάζω το θεό
κι όλα μισά
κι όλο μισά να ανοίγω λόγια
με αθάνατα λυχνάρια τι δουλειά έχω
άναψα στα τσιγάρα μου ναρκωτικά σινιάλα
και ενάλιος στο παράθυρο
σ’ ευτυχισμένο χάλι βαφτίζομαι 
Αύγουστος

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

δροσερό νερό

Σα φεγγαράκι διάφανο
απ` τα φιλιά και την αγρύπνια
των χορών μικρών ωρών
κατρακυλά φτάνει στην πύλη
στύβει χυμό απ` το λυγμό
τ` ωραίο δάκρυ σου
διαγράφει την καμπύλη
στην κατηφόρα των παρειών

έλα μην κλαις
όπως παλιά στη ηττημένη μου αγκαλιά αφήσου
και τίποτα μη λες αποκοιμήσου
το παρελθόν που ξόδεψες αλλού
δένω δυο κόμπους
το πετώ στο χτες να μαραθεί
στης άμμου τις πτυχές μες στις ερήμους

τι καις λοιπόν να σε χαρώ
δες με λιγάκι
τον έρωτα με το χρυσό φτερό
στο διπλανό ρυάκι έχω στείλει
να φέρει δροσερό νερό

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

λυπημένοι ως είθισται

   
Σάμπως και ξέρω να κλιθώ
 φοίτησα  δεύτερο πρόσωπο σε αντωνυμίες κτητικές
 κακώς
 θα μπορούσα με ένα δίπλωμα έρμαιων καταστάσεων
 να είχα τώρα την διασφάλιση τού όλα εν τάξει
μα σάμπως και ξέρω να μετρώ
 τρία δύο ένα χτες… να `σου το λάθος
α, άλλη φορά δεν πίνω βράδυ μέμνησο
 κι ούτε πλέον θα περιηγούμαι στάχτες φωτιές
 να με αποσύρει στα μετόπισθεν της ίασης
 με το φορείο των σεντονιών η αγρύπνια
αν πάλι δεν έχω τίποτα να κάμω
 θ` αρχίσω να μιλάω ως είθισται για τον καιρό
 οπότε θα καταλήξω σίγουρα στου παραμύθου την αρχή
 πρόφερα κάποτε με διάθεση αναμμένου τζακιού
«Μια φορά κι έναν καιρό…»
και βρέθηκα σε μιαν τεράστια αίθουσα αναμονής
 γεμάτη λυπημένους επιβάτες
και ω του θαύματος
 αναχωρούσαν από κει για το παλιό χαμόγελο
 ιπτάμενες σχεδίες των θεών
από φλοιό κανέλας

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

Γυαλένια (Ι)


 


Βιαζότανε να κοιμηθεί
τις νύχτες έσκαβε το στρώμα
για τον κουρασμένο της νεκρό
κι άμα εύρισκε μιαν ούγια
την άκρη απ` το καινούριο του σακάκι
τον τραβούσε απ` της λήθης το γεμάτο
ψηλά έως του θέλω τα πεδία

ολόκληρο τον ξέβγαζε
τίναζε τα μαύρα βήματα απ` τα πόδια του
γυάλιζε τα παπούτσια του
να αντιφέγγουν τ` άστρα
κι έφευγαν μαζί για το εφικτό του ονείρου
σφιχτά τον εκρατούσε ανάμεσα
σε κόσμον αδιάφορο πολύ
με τ` ουρανού της τα σχοινιά
και τα μετάξια των στιγμών τους να κρέμονται

διπλά ως τη φωτιά της ζάλης να κατεβαίνουν
κι ως τη φτέρνα τον αγκάλιαζε
μ` αχνούς καφέδες πρότερων πρωινών
μάτια μπακίρια και τον φιλούσε βαθιά βαθιά
ως το πάτο της πίκρας
μάζευε ύστερα πίσω με θυμό

το χυμένο το κρασί
σφράγιζε το λαιμό του μπουκαλιού μ` ένα κομμάτι κατωσέντονο
να μη ζαλίζεται από τη φόρα της χοής
κι έτρεχαν ξωπίσω τους και πάνω τους
τα χώματα και σκέπαζαν
τα μάρμαρα

φιλιά
τα δόντια

κι ως εγειρόταν τα χαράματα στην σπηλιάδα
της μιας της αναπόφευκτης αγάπης
ήταν τα χέρια της ξεραμένα βασιλικά
στο σκοτεινό της παλαιότητας που εγκαθιστούμε το θεό
να `χει άμεση πρόσβαση

στα ημερονύκτιa πρόσωπά μας
κι εκείνος έλειπε

έλειπε πλήρες φτερό αγγέλου
θρόισμα πρόσκρουση στα αχ των τοίχων
με το άδειο στις κώχες ανάστροφα


έσταζε βάρος το ταβάνι στα μοναχά της τα μαλλιά
ουράνιες τις φορές του ανάσκελου
που διαπραγματεύεται χαμένο από χέρι
μιαν ολιγόλεπτη απόπειρα αθανασίας
του ανθρώπου το ξεγέλασμα και καταδίκη
ώσπου ο τρελός ο βασιλέας ο νους

να πει στο σώμα εξόφλησες
ξάπλωσε τώρα στης θύμησης τον πονόδρομο
άκρη άκρη για να περνάνε ανενόχλητα
τα κύματα των πνευμονιών στο αύριο
να βάλω τάξη να αποκοιμίσω τα αίματα
να σε γλιτώσω κι από μένα

τότε είναι που μας φωνάζει πρώτο το νερό
με την υπόγεια υδραυλική φωνή του
σε δρομολόγιο μακρύ ξαγρύπνιας

μιαν απλωσιά όσο ποτήρι στο κομοδίνο δίπλα

νερό για δίψα
και δίψα για ζωή

εδώ που χάθηκες να ρθεις
κι εκεί που πας μην είσαι


 

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

ώριμη πέτρα

Είναι μια μαύρη μια άσπρη μάνα
κι ανάμεσά τους μια αγκαλιά
μες στου καιρού τα χώματα
σκάβουν λαγούμι
την άνοιξη σέρνουν από τα πόδια
στα σύνορα διασποράς του πόνου

και τ` ουρανού η πόρτα η παλιά
κατάκλειστη να ακούει
Είναι μια κίτρινη μια κόκκινη μάνα
μακριά
δίχως του αύριου κομπόδεμα
διαστολές κόρες θεριά
μέσα στους κύκλους του φόβου
με χέρια τους ακίνητα
αναδεύουνε το νου μας
και γω σε αθέατο μπαλκόνι σεργιανώ
πατάρι υγρό και τρία δάχτυλα
άλλο μαχαίρι δεν έχω
να κόβω στο χαρτί απόπνοια θανάτου
τοίχε μου
κραύγασε
και πάψε επιτέλους να δακρύζεις
μας έπνιξε το ανερμήνευτο το διάφανο
κι όσο νυχτώνει
πες του να μη προσμένει του κεριού
δε θα τ` ανάψω
χόρτασα από σιγανές φωτιές υπομονή που θρέφουν
ώριμη πέτρα στ` αριστερό κρατώ
κι απ` τ` ανοιχτό παράθυρο
το ξέγνοιαστο του κόσμου στόχος

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

"Παγκόσμιο δάκρυ"


Ποτέ που ζούμε ο κόσμος
δεν είν` αυτός ο κόσμος των ανθρώπων
σούρουπο μέτωπο
δυο λέξεις θλιβερές
για κάτι αφτέρουγα πουλιά 

που σπαρταρούν
στην κίτρινη χερσόνησο των κρότων


στα όνειρα μόνο ψηλαφίζουμε τους κόμπους
και τα πισθάγκωνά μας λύνουμε σχοινιά
τότε η άνοιξη βγαίνει στους δρόμους
με όλα τα δέντρα τις σημαίες
θρόισμα παραλήρημα
που ανοίγει ορίζοντα με χαρακιές
εκεί που ξύνουν τo βελούδο τους
τα πληγωμένα ελάφια
να τρέχει δάκρυ καθαρό
παγκόσμιο δάκρυ
με την συγκατάθεση του ήλιου
να ξαναξεχειλίζουν
τα πικρά φρέατα των αιώνων

Σπάζοντας τα παράθυρα της ρέμβης
κοιτάμε απέναντι
στον εαυτό μας μέσα

S.X "ΣΗΜΥΔΕΣ"

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

γράμμα απόσπασμα 2


"…σου αφήνω
απάνω στης νύχτας το τραπέζι
φλούδα πορτοκαλιού και ζάχαρη 

αγορασμένη απ` τα παζάρια του ήλιου
άναψε των δακτύλων τη φωτιά

με της πηγής σου το νερό
να φτιάξεις ένα κομμάτι αύριο
δίχως τη γεύση του χιονιού..."

τέτοια λόγια αυτοκόλλησα
απέναντι
στο ανθοπωλείο τοίχο των βραδιών μου
και ακούω τα τρένα
να σφυρίζουν σπασμένες χειραψίες

και βρέχει πάλι
ανίκανες βροχές αποτυχίες
που κανένα μυστικό των θεών
δεν μπόρεσαν να κατεβάσουν ως εδώ
στο περιθώριο
να ξεφυτρώσει απ` την αρχή η ζωή μας

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2015

«μοιραία στροφή μας κρύβει
φανερωμένους ολόκληρους στον καιρό»
και να `μαστε πάλι
διηνεκείς εραστές
τα ουδέν στο μονιμότερο του προσωρινού
κάποτε το παρελθόν
κάποτε το μέλλον
πάντοτε η αμφίστομη λέξη

δεν είχα χτίσει τη γωνία που θα με στρίψει
εγκαίρως
ακάλυπτος μόνος
και μετά τη στερνή μας χειραψίαα
απομακρυνόμουν κλάμα ταχύ
αν δεν καταλάβει, έλεγα, αν δεν καταλάβει…
αιώνες
πήρα από ένα μετά την απάντηση
”…δεν έφυγα ώσπου χάθηκες ..” με τη σβησμένη φωτιά
όπως εξαντλημένο μαγνητικού πεδίου

Πλάτη φεύγει η αγάπη
με σηκωμένο το γιακά
και αβάσταχτα αργά
με τα άγια των ερειπίων ανά χείρας

τώρα
επερχόμενος από άλλες διόδους καταφτάνω
άσπονδος δαμαστής των ευλυγισιών
πάνω στο σύρμα των συναισθημάτων
τρώω πίνω τα ακροβατικά
γλείφω τα δάχτυλά μου ως την άκρια της βροχής
αλητείας σφυρίγματα περιφέρομαι
με του λωτού τη γύμνια
στις ράχες άλλων Καρουσέλ
κύκλος κύκλου
και καύσιμος γύρος του αθανάτου
τώρα εγώ
ο λάτρης της στερεότητας των ματαίων
στου νου τη φυγόκεντρο εγκαταλείπομαι
άγανο
στα λευκά πλήκτρα των δοντιών
στα ελαιοτριβεία ξένων σωμάτων
Κύκλος κύκλου
δίχως μεσάζοντες εργασιών
στην είσοδο των οφθαλμών πληρώνοντας
νόμισμα σκληρό για μια ζάλη
των παλιών σου αρωμάτων

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

Πουλί των κεραυνών
Kαι τι να σου σφυρίξω εγώ
το ράμφος της φοβίας
θα σου μιλώ
με των βροχών τα τεντωμένα νήματα
και μια ζεστή φωνή
άλλα μολύβια γιατρικά δεν έχω
βάζε εσύ κάπου κάπου
τελεία εκεί που δακρύζουνε οι λέξεις
να προστατέψουμε την καρδιά μας
και πες για τις γραφές
αν δεν πέσεις φύλλο κίτρινο
απ` του αγέρα το κλαδί στο χώμα
δε διασχίζεις φθινόπωρα

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

Meer

Meer
Aufgeladenes Meer
Mit den Blicken und Körper
Und andere Boote auch
Alle vollen Des Wassers
Des Weges Das Licht
Aber Wir sind Wasser
Wir Und was wir schlagen vor
Tage oder Nächte
Feuer oder Asche

Beruhige dich
Meine tiefe Liebe
Mit weißer Purpurroter
und hellblauer Welle
Und ich
Ein verfügbarer Körper
Ich bin dein, so viel wie
Niemand wagte zu ertrinken   

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015


Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2015


Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015


Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2015

μονόλογος διάλογος



« σκάω αυτόχθονη φωτοβολίδα
να δεις
τίποτα απ` το μαύρο για μια στιγμή δε θα ισχύσει »

Του έρωτος ο υιός
και ο πατέρας
που έπλεκε τα στεγανά κλαδιά
να φράζει από ποταμούς την εσοδεία της άνοιξης

μα τα νερά πεπειραμένα υπέρβαση
όχθες πλημμύρα

μόνος
στερέωσα εξώθυρα σε υψηλό βοριά
ανέμισα τις χαραμάδες και διαπερνάς χλομός
για το ικανό των ημερών εχθρών που ηττήθηκα
ο λίγος
με λυπήθηκε ο θεός
είπε εσύ μοσχοβολάς καρφί και κυπαρίσσι ρίζα
να εκτρέφεις τον κατακόρυφο άνθρωπο
και μονόξυλο
μολύβι των νυχτών να σε μετακομίζει
κληρονομιά από την πρώτη εξ απαλών φορά

σκέψεις ερίζουν τα παλαιά δωμάτια
μα εσύ μονάχα από έναν υπαίθριο σταυρό δε λείπεις

πάντεψα τη μορφή σου
τον ερχομό
το όιιι σταμάτα φτάσαμε στην αυλή των γέλιων
ξεφορτώστε τα
κι έλειπες

αν μπορούσες θα σου φώναζα να τρέξεις
κι ας με διέσχιζες
και τρέχω εγώ τους γύρους τώρα του εαυτού
και πουθενά η Δευτέρα παρουσία

μίλησα λύγισμα κορφή
και ανάμεσό μας τόπος ιερός εσύ απροσπέλαστος
να με νικάς με ένα θάνατο
δε σκάλωσες ούτε ένα πρόσωπό σου σε προσόψιο
και του ξενυχτισμένου φεγγαριού δεν αποφάσισα ακόμα
ποιο δάχτυλο από τα εκλιπόντα θα με δείχνει

φύλλο
ενδύθηκα την πίκρα χλωροφύλλη
κι έγινε δάφνη που με μασάει
να μαντεύω δώρα απ` τη δική σου τη μεριά
σπασμένος δυο φορές
τη δεύτερη την ξέρω κι ας μην τη λέω επιστροφή
είναι εκεί που έφεγγα 
στα σαράντα χτυπήματα του σκοταδιού

έλα, μη μου φωνάζεις μες στα μάτια
πότε σου δάνεισα τη φωνή μου;
εσύ ποτέ δεν ήξερες να κλαις για μένα
όταν δεκάξι έφευγα
γύρνα
όχι
κι ύστερα αίσω ολόσωμος ξανά ημερωμένος
άλλα θεριά δεν είχα πια κόντρα στην αγάπη

νυν εσαεί
διαμπερής νεκρώσιμης πομπής
με το υπόλοιπο κερί ανά χείρας
κόσκινος από υπερώο έως πέλμα
και ο μονόλογος διάλογος
και η μελισσοφάγος ανεμώνη σε ό,τι λιβάδι φύτρωσα

επάρατος διαδικασία
να σε καλώ για ένα χάδι θεραπείας
το λέω κενό
κι ας ακουστεί κοινό για κείνονε που σκέτα ακούει
για τον ωραίο τυφλό που σέρνω ακόμη στις πλαγιές μου
έστω για μια σου θέα

πρόσελθε
με το χαλινό του αλόγου
που ιππεύαμε χαρές και τα χέρια άλυσος
και το ένα μάγουλό μου λοξά στην πλάτη σου του ιδρώτα
πρόσφερνε
καλοκρασί από την κάνουλα του φθινοπώρου
τέτοια εποχή κατέβαιναν τα αμπέλια μας
ως τα ρηχά του γόνατου κι ως το φίλτρο τη σπαραγγιάς
γυμνοπατώντας σε τα αγκάθια θα αντρωθείς έλεγες
μην κλαις
και στις φωτιές μην απελπίζεσαι
λέβητα της καρδιάς μου

χείλι ανισόρροπο
ξέφτι σχοινί στην πιο επίσημη ακροβασία
μετρώ τα σταθμά που με κατάφεραν σπάσιμο βάρος

οΐ οΐ το πυρετί πανί και το ξίδι
κι η γούβα του μαξιλαριού υπέρχειλη της νύχτας
προς την άλλη πλευρά των αθανάτων έτρεμα πυξίδα
κι ό,τι μου δίναν έβλεπα οι πεθαμένοι
λιβανόρουχα και καταχείμωνο αγκαλιά
σε ένα μέτριο βαθύ και σ` ένα κέντρο στάχτη

διάφανος κατατίθεμαι της λύπης
ξεσκέπαστος θάλασσα να εννοώ
στα δεκάξι μαθαίνεις δρόμο τρελαίνοντας
αλλιώς δε νοείσαι
απόσταξης Σαββατόβραδο
και μεθυσμένο γυαλί
αντιστρεπτά προς εαυτόν
η οχιά ο μαίανδρος το ξεροπόταμο
κι ο φράχτης που βαστούσε τα θολά
έξω από τη ζωή μας πατέρα
άφαντος

σε ποια διεύθυνση ουρανού να στείλω
των βροχών τις μουσικές και των μικρών ωρών τον ξένο
Δύση δύση όπου κι αν δεις