"Από ψηλά
μπάντα χτυπάει ο ήλιος
ξέμεινα ξέμεινα από κόσμο φωνάζει
ξέμεινα ξέμεινα από κόσμο φωνάζει
κι ό,τι αγαπούσα μ` αγάπη το `καψα
δεν έχει αδέρφι ο ήλιος
γίνε του
να διανυκτερεύει τουλάχιστο
γίνε του
να διανυκτερεύει τουλάχιστο
ένα απόκληρο φως
κι από φαΐ κι από νερό καλά
μα ένα χαμόγελο
μεγάλο εγκόλπιο
γενναιοδωρίας
κι εγώ κάποτε τώρα
γύριζα παντού με ένα σώμα
κι απ` των ανθρώπων τη μεριά κανείς
μαυριδερός στη μνήμη
κι ούτε φορά να με ρωτάει νυχτοπέλαγος
-Επιπλέεις;
κι απ` των ανθρώπων τη μεριά κανείς
μαυριδερός στη μνήμη
κι ούτε φορά να με ρωτάει νυχτοπέλαγος
-Επιπλέεις;
-Με φωτιά βάρκα, του λέω
για τι θαρρείς...
με ορθοστασία και ποίηση
με ορθοστασία και ποίηση
αστραφτές νύχτες πάρτες
αποταμίευα καιρούς και φούσκωσαν τα βιβλιάρια
αποταμίευα καιρούς και φούσκωσαν τα βιβλιάρια
πόσα θες
πάρ΄τα σου λέω όλα
για να μπορείς ν` αδειάσεις το άδειο
για να μπορείς ν` αδειάσεις το άδειο
χάρισμα είναι
για εύκολα να πλέεις με το σπαθί
και αιματηρά να μιλάς μα όχι παντού
στον τυχόντα που ό,τι βάζει ο νους του…
και αιματηρά να μιλάς μα όχι παντού
στον τυχόντα που ό,τι βάζει ο νους του…
Αχ μολύβι μου
μονόξυλο ναυάγιο..."