Κάθομαι τώρα εδώ
εντελώς τέλεια καύση
σε πολυθρόνα πίσσα και στριφογυρνώ
την ύφανση ωραιότητα των φράσεων
μοίρες και μοίρες
και κρύβω του νου τα πόδια
κάτω απ` το τραπέζι της ανάγνωσης
τριών τεσσάρων μικροκειμένων
υπερκειμένων
αναποδογυρίζω τις στιγμές και τις διατάζω
σαν τις ανήμπορες χελώνες αγαθές ανάσκελα
να γνέθουν με τα νύχια ουρανό και να σκαλίζουν
ως το καύκαλο αφρό εξαίσιο πόνο
το μακρινό
τον πλησίον
τον εξ επαφής
με το νόημα τ` ασήκωτο κατάσαρκα
και φεύγω κι είμαι εκεί στο νόμο των λέξεων
με το γυαλί το χέρι
να πιέζει χρόνια αλγητικά
μέσα σε χίλια ξάπλα θέματα κι όρθιο ένα
φευγάτο πρόσωπο
ένα άρνηση στομωμένο ένα
της μνήμης τ` απαράλλαχτο κομμάτι
που ευλογούν η χλόη κι οι βροχές
και το μάρμαρο
με την κρυάδα της απουσίας
πες πες
για το μέγαρο
το άθικτο
των λυγμών πέρα στη σιγή των σεισμών
ασφυκτιά μέρες και έτη στ` αθάνατο
κι η πόρτα της ηλικίας
που ανοιγοκλείνει και φυσούν αγκαλιές
εποχές τέσσερις επί είκοσι
σχεδόν πριν ακριβώς
μια στιγμή
τριγμός
που γράφει με μάτι ψαχνό
δήθεν ως το δεν είμαι
λέει λέει και λύεται στ` αδύνατο
δυνάμεις των ορίων μας
Πάρτο
δεν ξέρω τι βγήκε
δεν ξέρω τι να το κάμω
δεν το διορθώνω
δεν το διαβάζω
μένει επιστήθιο βάρος
με το βαρούλκο εκφορτώσεων
στην όχθη δικασμένου θυμού αδρανές
Ας το μοιράσει η ώρα
που περνάει την ώρα της
με απεργία πείνας καθιστική
στο δίκτυο των αιμάτων
Τι άλλο
παρά φράγμα φλόγα
αντεστραμμένο νάμα
που υψώνει στο μπαρμπρίζ
καθημερινών διαδρομών
έσω γη με ιπτάμενα υλικά
( στον ΒΛ )